- σιωπηρότητα
- [-ης (-ητος)] η см. σιωπηλότητα
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σιωπηρότητα — η, Ν [σιωπηρός] η ιδιότητα τού σιωπηρού, το να είναι κανείς σιωπηρός … Dictionary of Greek